- ἀποίκους
- ἄποικοςaway from homemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀποίκους — Ἄποικος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Φώκαια — Η βορειότερη από τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, η οποία ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση τον 8o αι. π.Χ. από Φωκαείς και Αθηναίους αποίκους, σε έδαφος που είχε παραχωρήσει η αιολική Κύμη. Γνώρισε μεγάλη ακμή κατά την αρχαϊκή εποχή και… … Dictionary of Greek
Αστυπάλαια — Νησί (96,85 τ. χλμ.) και δήμος (1.238 κάτ.) στον νομό Δωδεκανήσου. Λέγεται και Αστροπαλιά ή Αστουπαλιά. Χωρίζεται σε δύο τμήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με μια στενή λωρίδα γης. Το δυτικό τμήμα είναι ψηλότερο (482 μ.) και το ανατολικό φτάνει… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… … Dictionary of Greek
Ντακότα — Φυλή Ινδιάνων των μεγάλων λειμώνων (prairies) που ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι στη μεταξύ του Ερυθρού Ποταμού (Red River) και Μισισιπή (ΗΠΑ). Στην περιοχή αυτή ζούσαν σε νομαδική κατάσταση και τρέφονταν από το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και μια… … Dictionary of Greek
Χαλκηδών — Πόλη της ασιατικής παραλίας της Προποντίδας (το σημερινό Καντίκιοϊ, προάστιο της Κωνσταντινούπολης). Χτίστηκε το 675 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, και αναπτύχθηκε γρήγορα χάρη στην πανελλήνια φήμη του εκεί μαντείου του Απόλλωνα. Την κυρίευσε ο… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… … Dictionary of Greek